παμ-πλούσιος

παμ-πλούσιος

παμ-πλούσιος, sehr reich, Plat. Legg. V, 743 c u. Sp., wie D. Cass. 40, 12.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θεόπλουτος — θεόπλουτος, ον (Α) αυτός που έγινε πλούσιος από τη δωρεά τού θεού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + πλουτος (< πλούτος), πρβλ. ζά πλουτος, πάμ πλουτος] …   Dictionary of Greek

  • μεγαλόπλουτος — μεγαλόπλουτος, ον (Α) πολύ πλούσιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + πλοῦτος (πρβλ. πάμ πλουτος)] …   Dictionary of Greek

  • μελλόπλουτος — μελλόπλουτος, ον (Α) αυτός που πρόκειται να γίνει πλούσιος («μελλόπλουτον μειράκιον», Ευνάπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλλω + πλοῦτος (πρβλ. πάμ πλουτος)] …   Dictionary of Greek

  • μεσόπλουτος — και, κατά τον Ησύχ., μεσσόπλουτος, ον (Α) αυτός που είναι μετρίως πλούσιος, ο μισόπλουτος, ο μισοπλούσιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + πλοῦτος (πρβλ. πάμ πλουτος)] …   Dictionary of Greek

  • υπέρπλουτος — η, ο / ὑπέρπλουτος, ον, ΝΜΑ πάρα πολύ πλούσιος, πάμπλουτος, ζάπλουτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + πλοῦτος (πρβλ. πάμ πλουτος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”