ετερόφυλος — η, ο (ΑΜ ἑτερόφυλος, ον) αυτός που ανήκει σε άλλο φύλο, ο αλλόφυλος, ο αλλοεθνής μσν. νεοελλ. βιολ. αυτός που ανήκει σε είδος τού οποίου το άρρεν εμφανίζει διάπλαση διαφορετική από αυτήν τού θήλεος, αυτός που ανήκει σε άλλο είδος, ο ανόμοιος, ο… … Dictionary of Greek
πολύφυλος — η, ο / πολύφυλος, ον, ΝΑ 1. αυτός που αποτελείται από πολλά φύλα, από πολλές φυλές 2. (για τόπους και χώρες) αυτός που κατοικείται από πολλές φυλές. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + φυλος (< φῦλον), πρβλ. αλλό φυλος, ομό φυλος] … Dictionary of Greek
μονόφυλος — μονόφυλος, ον (Α) αυτός που κατάγεται από ένα γένος, από μία φυλή, άμεικτος, φυλετικά καθαρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + φυλος (< φυλή), πρβλ. ετερό φυλος] … Dictionary of Greek
μυριόφυλος — μυριόφυλος, ον (Α) αυτός που περιέχει αναρίθμητα φύλα, που διαιρείται σε αναρίθμητες φυλές, σε άπειρα γένη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + φυλος (< φυλή), πρβλ. ετερό φυλος] … Dictionary of Greek
ομόφυλος — η, ο (ΑΜ ὁμόφυλος, ον) αυτός που κατάγεται από την ίδια φυλή, ομοεθνής («μόνος γὰρ τῶν Ἑλλήνων οὐχ ὁμοφύλου γένους ἄρχειν ἀξιώσας», Ισοκρ.) νεοελλ. αυτός που ανήκει στο ίδιο φύλο αρχ. 1. αυτός που ανήκει στο ίδιο γένος ή στο ίδιο είδος («τὰς δὲ… … Dictionary of Greek
ποικιλόφυλος — ον, Α αυτός που αποτελείται από διάφορες φυλές, αιολόφυλος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + φυλος (< φῦλον), πρβλ. ετερό φυλος] … Dictionary of Greek
σύμφυλος — ον, ΝΜΑ (για ζώο) αυτός που ανήκει στο ίδιο γένος ή είδος («αἱ μέλιτται καὶ τὰ σύμφυλα ζῷα ταύταις», Αριστοτ.) νεοελλ. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα σύμφυλα ζωολ. ομοταξία αρθροπόδων που ανήκουν στο υποφύλο μυριάποδα μσν. αρχ. (για πνευματική ή … Dictionary of Greek
τετράφυλος — ον, Α ο διαιρεμένος σε τέσσερεις φυλές, ο αποτελούμενος από τέσσερεις φυλές (α. «τετραφύλους ἐόντας Ἀθηναίους δεκαφύλους ἐποίησεν», Ηρόδ. β. «τετράφυλον ἐποίησε τὴν πόλιν εἶναι, τρίφυλον οὖσαν τέως», Διον. Αλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + φυλος… … Dictionary of Greek
τρίφυλος — ον, Α αυτός που αποτελείται από τρία φύλα, που έχει τρεις φυλές («πόλις τρίφυλος», Δίον. Αλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + φυλος (< φυλή), πρβλ. ἀλλό φυλος] … Dictionary of Greek
αιολόφυλος — αἰολόφυλος, ον (Α) αυτός που αποτελείται από διάφορες φυλές. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰόλος + φυλος < φῦλον] … Dictionary of Greek
ακριτόφυλος — ἀκριτόφυλος, ον (Α) αυτός που έχει άπειρες φυλές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκριτος + φυλος < φυλή] … Dictionary of Greek