ἔμ-φοβος

ἔμ-φοβος

ἔμ-φοβος, 1) in Furcht stehend, gefürchtet, Soph. O. C. 39. – 2) in Furcht, furchtsam, LXX.; gottesfürchtig, K. S. – Adv., Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Φόβος πάνικος. — φόβος πάνικος. См. Паника …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Φόβος — panic flight masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φόβος — panic flight masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φόβος — I Μυθολογικό πρόσωπο, γιος του Άρη και της Αφροδίτης, αδελφός του Δείμου, με τον οποίο πάντα εμφανίζεται ως προσωποποίηση του τρόμου. Πολεμούσαν στο πλευρό του Άρη, ως συνοδοί και υπηρέτες του. Κοντά στο αρχείο των εφόρων, οι Σπαρτιάτες είχαν… …   Dictionary of Greek

  • φόβος — ο 1. το συναίσθημα του κινδύνου, συναίσθημα ανησυχίας εξαιτίας κινδύνου, δέος, τρόμος, τρομάρα, πανικός: Ο σεισμός προκαλεί φόβο. 2. ως κύρ. όν., Φόβος ο ένας από τους δύο δορυφόρους του πλανήτη Άρη, αυτός που είναι και ο πιο κοντινός σ αυτόν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -φόβος — ΝΑ βλ. φοβία …   Dictionary of Greek

  • Φόβω — Φόβος panic flight masc nom/voc/acc dual Φόβος panic flight masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φόβω — φόβος panic flight masc nom/voc/acc dual φόβος panic flight masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ФОБОС —    • Φόβος,          см. Άρης, Арес …   Реальный словарь классических древностей

  • Φόβοι — Φόβος panic flight masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φόβοι — φόβος panic flight masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”