ἔμ-φραγμα

ἔμ-φραγμα

ἔμ-φραγμα, τό, das Eingestopfte, die Verstopfung, Hippocr., Plut. Symp. 9, 14, 6; übertr., ἔμφ. τῶν ἁμαρτημάτων, νόμοι, Isocr. 7, 40; vgl. ἐμφράττω.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • φράγμα — fence neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φράγμα — το, ΝΜΑ, και φάργμα και φάρχμα Α φράχτης, περίφραξη νεοελλ. 1. φραγμός, εμπόδιο 2. κατασκευή για παρεμπόδιση τής ροής τού νερού, για μεταβολή τού ρου ρεόντων υδάτων ή για τη δημιουργία ταμιευτήρων, υδροφράκτης, υδατοφράκτης 3. φρ. α) «φράγμα… …   Dictionary of Greek

  • φράγμα — το, ατος 1. καθετί που φράζει, φράχτης, φραγή, φραγμός. 2. (φυσ.), σύνολο από πυκνές, λεπτές, παράλληλες, ευθείες χαραγές σε γυάλινο ή μεταλλικό κάτοπτρο, που απέχουν το ίδιο μεταξύ τους και που δημιουργούν περίθλαση του φωτός. 3. τεχνικό έργο… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακουστικό φράγμα — Ομάδα αντικειμένων, π.χ. ράβδοι ίσου μεγέθους, που είναι τοποθετημένα στη σειρά κατά τέτοιο τρόπο ώστε η απόσταση μεταξύ τους να είναι σταθερή. Το α.φ. έχει ανάλογες ιδιότητες με το οπτικό φράγμα περίθλασης. Όταν ένα ηχητικό κύμα πέσει πάνω στο… …   Dictionary of Greek

  • Καστρακίου, φράγμα — Υδροηλεκτρικός σταθμός της ΔΕΗ στον Αχελώο, λίγο βορειότερα του σταθμού των Κρεμαστών. Η τεχνητή λίμνη, που σχηματίστηκε με φράγμα ύψους 95 μ. και όγκου περίπου 5.000.000 κ.μ., κινεί τους υδροστρόβιλους. Το έργο κατασκευάστηκε από Έλληνες… …   Dictionary of Greek

  • Μέγα Κοραλλιογενές Φράγμα — Βλ. λ. Αυστραλία …   Dictionary of Greek

  • φραγμάτων — φράγμα fence neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φράγμασιν — φράγμα fence neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φράγματα — φράγμα fence neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φράγματι — φράγμα fence neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φράγματος — φράγμα fence neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”