ἔν-τῑμος

ἔν-τῑμος

ἔν-τῑμος, in Ehren, geehrt, geschätzt; von Menschen, τοῖς ἔνερϑεν ἔντιμος νεκροῖς Soph. Ant. 25; El. 232; ϑεὸς ἀνϑρώποις σπονδαῖς ἔσται ἔντιμος, der von den Menschen durch Spenden geehrt wird, Eur. Or. extr.; γενόμενος παρ' αὐτοῖς ἔντιμος Plat. Tim. 21 b. Ggstz ἄτιμος, Euthyd. 281 c; vgl. Lycurg. 41; οἱ ἔντιμοι, die Angesehenen, bes. von den Vornehmen bei den Persern, Xen. Cyr. oft. – Von Sachen, τὰ τῶν ϑεῶν ἔντιμα, das was bei den Göttern geehrt ist, die göttlichen Rechte, Soph. Ant. 77; χρήματα ἔντιμα τῇ τε πόλει καὶ παρὰ τῷ τοιούτῳ Plat. Rep. VIII, 554 b; κλέος καὶ λόγος ἔντιμος, ehrenvoll, Legg. IX, 855 a; ἔντιμος χώρα Epin. 985 e; ταφή D. Hal. 2, 52; νόμισμα, die Werth hat, gültig ist, Plat. Legg. V, 742 a. – Adv. ἐντίμως, z. B. βεβιωκότες, die ehrenwerth gelebt haben, Plat. Legg. VI, 762 e; ἔχειν, ἄγειν τινά, ehren, hochschätzen, Rep. VII, 528 b; Xen. An. 2, 1, 7 u. Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τῖμος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τίμος — ὁ, Α (ποιητ. τ.) τιμή. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχημ. από το ρ. τιμῶ*] …   Dictionary of Greek

  • Μωραϊτίνης, Τίμος — (1875 – 1952). Δημοσιογράφος και λογοτέχνης. Ασχολήθηκε νωρίς με τη δημοσιογραφία, ως χρονογράφος των αθηναϊκών εφημερίδων Εμπρός, Εστία, Έθνος, Ακρόπολις κ.ά. Το 1906 έγραψε το θεατρικό έργο Μαραθώνιος δρόμος, που απέσπασε εξαιρετικά ευνοϊκές… …   Dictionary of Greek

  • Μαλάνος, Τίμος — (Κύθηρα 1897 – Λοζάνη, Ελβετία 1984). Κριτικός της λογοτεχνίας. Εγκαταστάθηκε το 1908 στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, όπου πρωτοεμφανίστηκε στα γράμματα με ποιήματα. Γνώρισε τον Κωνσταντίνο Π. Καβάφη και είναι ο πρώτος που έγραψε βιβλίο για τον… …   Dictionary of Greek

  • τῖμον — τῖμος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιμή — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται η ποσότητα χρήματος που δίνεται σε αντάλλαγμα αγαθών ή υπηρεσιών ή, πιο συγκεκριμένα, η αξία των αγαθών και των υπηρεσιών εκφραζόμενη σε χρήμα. Συχνά, αντί για τη λέξη τ., προτιμούν να χρησιμοποιούν, ειδικά στην… …   Dictionary of Greek

  • ερίτιμος — η, ο (AM ἐρίτιμος, ον) 1. (για πράγματα) αυτός που έχει μεγάλη αξία, ο πολύτιμος 2. (για πρόσωπα) εντιμότατος, αξιότιμος αρχ. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἐρίτιμος είδος ψαριού. επίρρ... ἐριτίμως (Μ) πολύτιμα, με μεγάλη αξία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερι (επιτ. μόριο) …   Dictionary of Greek

  • ευρύτιμος — εὐρύτιμος, ον (Α) αυτός που τιμάται παντού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ * + τιμος (< τιμή), πρβλ. ερί τιμος, ομό τιμος] …   Dictionary of Greek

  • θεότιμος — και θεοτίμος, ον (Α) θεοτίμητος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + τιμος (< τιμή), πρβλ. αξιό τιμος, έν τιμος] …   Dictionary of Greek

  • ισότιμος — η, ο (ΑΜ ἰσότιμος, ον) 1. αυτός στον οποίο αποδίδονται οι ίδιες τιμές και τα ίδια προνόμια, αυτός που έχει τα ίδια δικαιώματα με κάποιον άλλο 2. το ουδ. ως ουσ. το ισότιμο(ν) η ισοτιμία* νεοελλ. αρχ. αυτός που έχει ίση αξία με άλλους αρχ. 1. ίσος …   Dictionary of Greek

  • Liste Des Prénoms Grecs — Sommaire 1 Origine des prénoms grecs 2 Attribution des prénoms 3 Fêtes 4 Transcription et translittération …   Wikipédia en Français

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”