- ἔν-τιλτος
ἔν-τιλτος, ὁ, πλακοῦς, eine Art Gebäck, bei Ath. XIV, 649 a, wahrscheinlich von τιλτὸν τάριχος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἔν-τιλτος, ὁ, πλακοῦς, eine Art Gebäck, bei Ath. XIV, 649 a, wahrscheinlich von τιλτὸν τάριχος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τιλτός — plucked masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιλτός — ή, ό / τιλτός, ή, όν, ΝΑ [τίλλω] 1. μαδημένος («τιλτὰ λάχανα», πάπ.) 2. (για ύφασμα) α) ξεφτισμένος β) κουρελιασμένος νεοελλ. λαναρισμένος αρχ. το ουδ. ως ουσ. τo τιλτόν α) μοτός, ξαντό β) (ενν. τάριχος) απολεπισμένο παστό ψάρι … Dictionary of Greek
τιλτά — τιλτός plucked neut nom/voc/acc pl τιλτά̱ , τιλτός plucked fem nom/voc/acc dual τιλτά̱ , τιλτός plucked fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιλτῶν — τιλτός plucked fem gen pl τιλτός plucked masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιλτόν — τιλτός plucked masc acc sg τιλτός plucked neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιλτοῖς — τιλτός plucked masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιλτοί — τιλτός plucked masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιλτή — τιλτός plucked fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιλτῷ — τιλτός plucked masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νακότιλτος — νακότιλτος, ον (Α) εκείνος που κουρεύτηκαν οι τρίχες του, που αποσπάστηκαν τα μαλλιά του. [ΕΤΥΜΟΛ. < νάκη + τίλτος (< τίλλω «μαδώ»), πρβλ. απαρά τιλτος, έν τιλτος] … Dictionary of Greek
πολύτιλτος — ον, Α φθαρμένος, ξεφτισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + τιλτός (< τίλλω «μαδώ»)] … Dictionary of Greek