ἔντεα

ἔντεα

ἔντεα, τά, selten im sing. τὸ ἔντος, s. unten besonders (vgl. ἐντύνω), Rüstung, Alles, was zur Zurüstung gehört; die Wassen, die Waffenrüstung, besonders der Panzer u. überhaupt die Schutzwaffen; Aristarch leitete demgemäß das Wort von ἐν ab, ἔντεα ἀπὸ τοῠ ἐντὸς ἔχειν τὸν ἄνδρα, s. Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 145; Iliad. 3, 339. 5, 220. 9, 596. 10, 34. 75. 407. 13, 640. 15, 343. 17, 162 Odyss. 19, 17. 23, 368; Ath. V, 193 c; Pind. Ol. 4, 24 u. sp. Ep.; – νηός, Schiffsgeräth, H. h. Apoll. 489; Pind. N. 4, 70; δαιτός, die Geräthschaften des Gastmahls, Od. 7, 232; ἔντη δίφρου, das Wagengeschirr, Aesch. Pers. 190, l. d.; ἵππεια, Pferdegeschirr, Pind. N. 9, 22, vgl. P. 4, 235; αὐλῶν ἔντεα πάμφωνα Ol. 7, 12; ohne Zusatz, σὺν ἔντεσι μιμήσαιτο γόον, mit dem Tonzeuge, P. 12, 21.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἔντεα — fighting gear neut nom/voc/acc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έντεα — (Edéa). Πόλη (107.000 κάτ. το 2002) του νοτιοδυτικού Καμερούν. Βρίσκεται στην αριστερή όχθη του ποταμού Σανάγκα, 160 χλμ. Δ της πρωτεύουσας Γιαουντέ. Tο γεγονός ότι βρίσκεται πάνω στην οδική αρτηρία αλλά και στη σιδηροδρομική γραμμή που συνδέουν… …   Dictionary of Greek

  • ἔντε' — ἔντεα , ἔντεα fighting gear neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ἔντει , ἔντεα fighting gear neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἔντεϊ , ἔντεα fighting gear neut dat sg (epic ionic) ἔντει , ἔντεα fighting gear neut dat sg ἔντεε , ἔντεα fighting gear… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τἤντεα — ἔντεα , ἔντεα fighting gear neut nom/voc/acc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔντη — ἔντεα fighting gear neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἔντεα fighting gear neut nom/voc/acc dual (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐντέων — ἔντεα fighting gear neut gen pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔντεσι — ἔντεα fighting gear neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔντεσιν — ἔντεα fighting gear neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔντεσσιν — ἔντεα fighting gear neut dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔντος — ἔντεα fighting gear neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έντος — ἔντος, το (Α) (ο εν. σπάνιος συνήθης ο πληθ. ἔντεα και ἔντη, τα) 1. οπλισμός, όπλο (επιθετικό ή αμυντικό π.χ. δόρυ, ξίφος, ασπίδα, θώρακας κ.λπ.) («ἀσπίδι... ἥν παρὰ θάμνον ἔντος ἀμώμητον κάλλιπον» την ασπίδα, το ασύγκριτο όπλο μου, που τό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”