- ἔν-τευγμα
ἔν-τευγμα, erkl. Apoll. L. H. κύρμα. Bei D. Sic. = ἔντευξις.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἔν-τευγμα, erkl. Apoll. L. H. κύρμα. Bei D. Sic. = ἔντευξις.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τεῦγμα — that which is made neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεύγμα — τὸ, Α [τεύχω] επίτευγμα, έργο, κατασκεύασμα … Dictionary of Greek
τεῦγμ' — τεῦγμα , τεῦγμα that which is made neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)