- ἔν-σοφος
ἔν-σοφος, = simplex, Ep. ad. 191 (App. 164); Man. 4, 549.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἔν-σοφος, = simplex, Ep. ad. 191 (App. 164); Man. 4, 549.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σοφός — skilled in any handicraft masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σοφός — ή, ό / σοφός, ή, όν, ΝΜΑ, και αιολ. τ. σύφος Α 1. πλούσιος σε γνώσεις, πολυμαθής, αυτός που γνωρίζει τα πράγματα σε βάθος, ευρυμαθής 2. έξυπνος, ευφυής (α. «σοφό παιδί» β. «ὅστις σ , Ὀδυσσεῡ, μὴ λέγει γνώμη σοφὸν φῡναι... μῶρός ἐστ ἀνήρ», Σοφ.) 3 … Dictionary of Greek
σοφός — ή, ό επίρρ. ά 1. πολυμαθής: Ο Σόλωνας ήταν ένας από τους εφτά σοφούς της αρχαιότητας. 2. συνετός, μετρημένος: Οι σοφές συμβουλές του δασκάλου του τον βοήθησαν πολύ στη ζωή. – Η χώρα αυτή κυβερνήθηκε από σοφούς πολιτικούς. 3. κατάλληλος, αυτός που … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προσποιη(σί)σοφος — ον, Α ο προσποιούμενος τον σοφό. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσποιοῦμαι + σοφός, συνθ. τού τύπου τερψίμβροτος*] … Dictionary of Greek
Οὐδεὶς δ’ἀνθρώπων αὐτὸς ἅπαντα σοφός. — См. Всезнанья Бог человеку не дал … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
σοφά — σοφός skilled in any handicraft neut nom/voc/acc pl σοφά̱ , σοφός skilled in any handicraft fem nom/voc/acc dual σοφά̱ , σοφός skilled in any handicraft fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σοφώτερον — σοφός skilled in any handicraft adverbial comp σοφός skilled in any handicraft masc acc comp sg σοφός skilled in any handicraft neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σοφωτάτω — σοφός skilled in any handicraft masc/neut nom/voc/acc superl dual σοφός skilled in any handicraft masc/neut gen superl sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σοφωτάτων — σοφός skilled in any handicraft fem gen superl pl σοφός skilled in any handicraft masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σοφωτέραις — σοφός skilled in any handicraft fem dat comp pl σοφωτέρᾱͅς , σοφός skilled in any handicraft fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σοφωτέρων — σοφός skilled in any handicraft fem gen comp pl σοφός skilled in any handicraft masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)