- ἔμ-πηλος
ἔμ-πηλος, voll Lehm, schmutzig, Geop.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἔμ-πηλος, voll Lehm, schmutzig, Geop.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πηλός — clay masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πηλός — ο, ΝΜΑ, και δωρ. τ. παλός, Α 1. μίγμα αργιλικών, κατά βάση, χωμάτων,ζυμωμένο με νερό μέχρι να γίνει πυκνόρρευστος πολτός, που χρησιμοποιείται για την κατασκευή πήλινων αγγείων, τούβλων, κεραμιδιών κ.ά. αντικειμένων 2. η λάσπη που σχηματίζεται από … Dictionary of Greek
πηλός — ο 1. λάσπη που ζυμώνεται για το πλάσιμο των αγγείων. 2. λάσπη που γίνεται μόνη της, βόρβορος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λες ή ασβεστούχος πηλός — (γερμ. löss). Ιζηματογενές πέτρωμα, συνήθως υποκίτρινου χρώματος, το οποίο αποτελείται από πολύ λεπτό υλικό (μεγέθη κόκκων από 1/16 έως 1/32 χιλιοστά) και περιέχει ανθρακικό ασβέστιο σε αναλογία έως 40%. Τα υλικά του είναι χαλαρά συνδεδεμένα… … Dictionary of Greek
πηλοῖς — πηλός clay masc/fem dat pl πηλόω coat pres opt act 2nd sg πηλόω coat pres subj act 2nd sg πηλόω coat pres ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πηλοῖσι — πηλός clay masc/fem dat pl (epic ionic aeolic) πηλόω coat pres part act masc/neut dat pl (doric aeolic) πηλόω coat pres subj act 3rd sg (epic) πηλόω coat pres ind act 3rd pl (aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πηλοῖσιν — πηλός clay masc/fem dat pl (epic ionic aeolic) πηλόω coat pres part act masc/neut dat pl (doric aeolic) πηλόω coat pres subj act 3rd sg (epic) πηλόω coat pres ind act 3rd pl (aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πηλούς — πηλός clay masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πηλῶ — πηλός clay masc/fem gen sg (doric aeolic) πηλόω coat pres subj act 1st sg πηλόω coat pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πηλῶν — πηλός clay masc/fem gen pl πηλόω coat pres part act masc voc sg (doric aeolic) πηλόω coat pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) πηλόω coat pres part act masc nom sg πηλόω coat pres inf act (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πηλῷ — πηλός clay masc/fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)