- παμ-πόρφυρος
παμ-πόρφυρος, ganz purpurn, Pind. Ol. 6, 55.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παμ-πόρφυρος, ganz purpurn, Pind. Ol. 6, 55.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μελαμπόρφυρος — μελαμπόρφυρος, ον (Α) αυτός ο οποίος έχει χρώμα πορφυρό που μελανίζει, βαθύς πορφυρός, μαυροκόκκινος («μελαμπόρφυρον ἱμάτιον», Πολυδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + πορφύρα (πρβλ. αλι πόρφυρος, παμ πόρφυρος)] … Dictionary of Greek