- ἔμ-πλαστρον
ἔμ-πλαστρον, τό, = ἔμπλαστον, sp. Medic.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἔμ-πλαστρον, τό, = ἔμπλαστον, sp. Medic.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλάστρον — τὸ, Α συν. στον πληθ. τὰ πλάστρα (κατά τον Ησύχ.) α) ενώτια, σκουλαρίκια β) αγάλματα, είδωλα θεών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλάσσω + επίθημα τρον (πρβλ. κρέμασ τρον, πίεσ τρον)] … Dictionary of Greek
πλάστρα — πλάστρον ear ring neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλάστρων — πλάστρον ear ring neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλάσσω — και πλάττω, ΝΜΑ, και πλάθω Ν 1. δίνω μορφή ή σχήμα σε κάτι, διαμορφώνω, σχηματίζω (α. «καὶ ἔπλασε τὸν κόσμον εἰς ἑπτὰ ἡμέρας», ΠΔ β. «τὰ μέλη τοῡ σώματος, εὐθὺς ἀπὸ γενέσεως πλάττειν τῶν τέκνων ἀναγκαῑον ἐστι», Πλούτ.) 2. (κυρίως) κατεργάζομαι… … Dictionary of Greek
γραβάτα — Λωρίδα υφάσματος με ποικίλο μέγεθος και σχήμα, που τυλίγεται και δένεται γύρω από τον λαιμό. Η καταγωγή της γ. είναι πολύ παλιά και μπορεί να αναζητηθεί στο ρωμαϊκό focale (είδος μάλλινου λαιμοδέτη που χρησιμοποιούσαν κυρίως ηλικιωμένα και… … Dictionary of Greek
ζαμπό — το (ενδυμ.) διακοσμητικό κομμάτι από μουσελίνα ή από δαντέλα, που στόλιζε άλλοτε το ανδρικό πουκάμισο στο στήθος ή, που σχηματίζοντας σούρα ή πλισέ, προσαρμοζόταν στο πλαστρόν τών γυναικείων φορεμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. jabot] … Dictionary of Greek
μπλάστρι — το έμπλαστρο, κατάπλασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μνσ. ἐμ πλάστρ ιον, υποκορ. τού ἔμ πλαστρον < αρχ. ἔμπλαστον < ἐμ πλάσσω (πρβλ. έμπλαστρο)] … Dictionary of Greek
πιάστρο — το, Ν (νομισμ.) νομισματική μονάδα τής Τουρκίας και τής Αιγύπτου, που ισοδυναμεί με το 1/100 τής τουρκικής και τής αιγυπτιακής λίρας και που στην περίπτωση τής πρώτης λέγεται και γρόσι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. piastra «λεπτός μεταλλικός δίσκος,… … Dictionary of Greek