- ἔμ-παις
ἔμ-παις αιδος, schwanger, Hesych. v. ἠνδρωμένη aus Cratin.; bei Poll. 3, 14 liest Bekker εὔπαις.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἔμ-παις αιδος, schwanger, Hesych. v. ἠνδρωμένη aus Cratin.; bei Poll. 3, 14 liest Bekker εὔπαις.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Παῖς τὴς τύχης. — παῖς τὴς τύχης. См. Счастливчик … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
πάις — παῖς child masc/fem nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παις — ο, η (ΑΜ παῑς, παιδός, Α και παῑς και πάϊς) 1. ανήλικος άνθρωπος, παιδί 2. γόνος, τέκνο, αγόρι ή κορίτσι («γενομένων δὲ παίδων ἀρρένων καὶ θηλειῶν», Πλάτ.) αρχ. 1. νεαρός, νεανίας («ὣς τε γὰρ ἦ παῑδες νεαροὶ χῆραί τε γυναῑκες», Ομ. Ιλ.) 2. δούλος … Dictionary of Greek
παῖς — πᾶς papa masc nom/voc sg (doric aeolic) παῖς child masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πάις, Ετόρε — (Pais, 1856 – 1939). Ιταλός ιστορικός της αρχαιότητας. Διετέλεσε διαδοχικά καθηγητής της αρχαίας ιστορίας στα πανεπιστήμια του Παλέρμο, της Πίζας και της Ρώμης. Οπαδός του υπερκριτικισμού, υποστήριξε ότι δεν ήταν αξιόπιστες οι ρωμαϊκές παραδόσεις … Dictionary of Greek
Ὁ γέρων δὶς παῖς γίγνοιτ’ἄν. — ὁ γέρων δὶς παῖς γίγνοιτ’ἄν. См. Стар да мал дважды глуп … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
παιδί — παῖς child masc/fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδῶν — παῖς child masc/fem gen pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδός — παῖς child masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παισί — παῖς child masc/fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παισίν — παῖς child masc/fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)