ἔμ-πτωτος

ἔμ-πτωτος

ἔμ-πτωτος, hineingefallen, εἴς τι, M. Anton. 10, 7.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πτωτός — apt to fall masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτωτός — ή, όν, Α αυτός που μπορεί να πέσει. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πτω τού πίπτω (με μηδενισμένο το πρώτο και ετεροιωμένο το δεύτερο φωνήεν τής δισύλλαβης ρίζας πετᾱ , βλ. λ. πίπτω, πέτομαι) + κατάλ. τός τών ρημ. επιθ. (πρβλ. τρω τός)] …   Dictionary of Greek

  • πτωτόν — πτωτός apt to fall masc acc sg πτωτός apt to fall neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εύπτωτος — εὔπτωτος, ον (Μ) ασταθής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πτωτος (< πίπτω), πρβλ. έκ πτωτος, ετοιμό πτωτος] …   Dictionary of Greek

  • ημίπτωτος — η, ο (Α ἡμίπτωτος, ον) μισοπεσμένος, μισογκρεμισμένος, μισοερειπωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + πτωτος (< πίπτω), πρβλ. έκ πτωτος, ομοιό πτωτος] …   Dictionary of Greek

  • θεόπτωτος — θεόπτωτος, ον (Μ) αυτός τού οποίου η πτώση, η ήττα προήλθε από τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + πτωτος (< πίπτω), πρβλ. α διά πτωτος, ετερό πτωτος] …   Dictionary of Greek

  • ισόπτωτος — ἰσόπτωτος, ον (Α) (για λέξεις) αυτός που έχει τον ίδιο αριθμό συλλαβών σε όλες τις πτώσεις, ισοσύλλαβος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + πτωτος (< πτώσις), πρβλ. ετερό πτωτος, μονό πτωτος] …   Dictionary of Greek

  • μεσόπτωτος — μεσόπτωτος, ον (Α) φρ. «μεσόπτωτα ὀνόματα» γραμμ. ονόματα τών οποίων κλίνεται μόνο το πρώτο συνθετικό, χωρίς να αλλάζει η κατάληξή τους, όπως τίςποτε, τοιόσδε κ.ά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + πτωτός (< θ. πτω τού πίπτω, όπως στο πτῶ σις), πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • μονόπτωτος — η, ο (Α μονόπτωτος, ον) γραμμ. αυτός που έχει μία μόνο πτώση νεοελλ. (για ρήματα) αυτός που συντάσσεται με μία μόνο πτώση, που δέχεται ένα μόνο αντικείμενο («το ρήμα τρώω είναι μονόπτωτο, ενώ το ρήμα λέω είναι δίπτωτο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * +… …   Dictionary of Greek

  • ετερόπτωτος — η, ο (ΑΜ ἑτερόπτωτος, ον) ο ετερόκλιτος, αυτός που παρουσιάζει ανωμαλία στον σχηματισμό τών πτώσεων («το ύδωρ, τού ύδατος») νεοελλ. αυτός που δεν συμφωνεί «κατὰ πτῶσιν» με τη λέξη στην οποία αναφέρεται («ετερόπτωτος προσδιορισμός») αρχ. το ουδ.… …   Dictionary of Greek

  • ευκατάπτωτος — εὐκατάπτωτος, ον (Α) 1. αυτός που καταπίπτει, που καταρρέει εύκολα 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐκατάπτωτον το να καταπίπτει κάτι εύκολα («δεῑξαι αὐτῶν τὸ εὐκατάπτωτον», Ιωάνν. Χρυσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατα πτωτος (< κατα πίπτω), πρβλ. α κατά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”