- ἔμ-πρωρος
ἔμ-πρωρος, am Vordertheile des Schiffes; σκάφη ἔμπρωρα ποιοῦντες Pol. 16, 4, 12, auf die Vorderseite hinneigen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἔμ-πρωρος, am Vordertheile des Schiffes; σκάφη ἔμπρωρα ποιοῦντες Pol. 16, 4, 12, auf die Vorderseite hinneigen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Πρῶρος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωρός — ὁ, Α (δωρ. τ.) βλ. φρουρός … Dictionary of Greek
Πρῶρον — Πρῶρος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πρώρου — Πρῶρος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλίπρωρος — καλλίπρῳρος, ον (Α) 1. (για πλοίο) αυτό που έχει ωραία πλώρη («τὸ καλλίπρῳρον... Ἀργοῡς σκάφος», Ευρ.) 2. (για πρόσ.) αυτός που έχει ωραίο πρόσωπο, ο ωραίος («βλάστημα καλλίπρωρον», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + πρῳρος (< πρῷρα), πρβλ.… … Dictionary of Greek
κριόπρωρος — κριόπρῴρος, ον (Α) (για πλοίο) κριοπρόσωπος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κριός + πρῳρος (< πρώρα), πρβλ. βού πρωρος, ταυρό πρωρος] … Dictionary of Greek
κυανόπρωρος — και κυανοπρῴρειος, ον, θηλ. και κυανοπρώειρα και κυανόπρῴρα (Α) (για πλοίο) αυτός που η πλώρη του έχει μαύρο χρώμα (α. «Ἕκτωρ ἴθυσε νεὸς κυανοπρῴροιο ἀντίος ἀΐξας», Ομ. Ιλ. β. «τὰς πέντε νέας κυανοπρῳρείους Αἰγύπτῳ ἐπέλασσε φέρων ἄνεμός τε καὶ… … Dictionary of Greek
φοινικόπρωρος — ον, Α (για πλοίο) αυτός που έχει πλώρη πορφυρού χρώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), οίνικος «πορφυρό χρώμα» + πρῳρος (< πρῷρα), πρβλ. καλλί πρῳρος, κυανό πρωρος] … Dictionary of Greek
χαλκόπρωρος — ον, Α (για πλοίο) αυτός που έχει χάλκινη πλώρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + πρῳρος (< πρῷρα), πρβλ. κυανό πρῳρος, ὀξύ πρῳρος] … Dictionary of Greek
εύπρωρος — εὔπρῳρος, ον (Α) αυτός που έχει ωραία πλώρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πρωρος (< πρώρα), πρβλ. καλλί πρῳρος] … Dictionary of Greek
μελάμπρωρος — μελάμπρῳρος, ον (Α) (για πλοίο) αυτός που έχει μαύρη πρώρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + πρῶρα (πρβλ. καλλί πρωρος, κυανό πρωρος)] … Dictionary of Greek