- ἔωθα
ἔωθα, ich bin gewohnt, ion. u. ep. = εἴωϑα, von ἔϑω (w. m. s.), Il. 8, 408. 422.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἔωθα, ich bin gewohnt, ion. u. ep. = εἴωϑα, von ἔϑω (w. m. s.), Il. 8, 408. 422.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἔωθα — ἔθω to be accustomed perf ind act 1st sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐώθασι — ἐώθᾱσι , ἔθω to be accustomed perf ind act 3rd pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
είωθα — εἴωθα, εἰωθός βλ. έθω. [ΕΤΥΜΟΛ. < *σε σFωθα, με ανομοίωση τών δασέων και αντέκταση < ΙΕ ρίζα *swedh «συνήθεια, έθιμο, άσυλο». Ο τ. είωθα είναι αρχαίος αμετάβατος παρακείμενος τού άχρηστου ενεστώτα έθω* και συνδέεται με λατ. suēsco… … Dictionary of Greek