ἔχθιστος — most hateful masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έχθιστος — η, ο (ΑΜ ἔχθιστος, ίστη, ον και παράλλ. τ. ἐχθίστατος, άτη, ον) ο μισητός σε πολύ μεγάλο βαθμό, μισητότατος (α. «ἔχθιστος δ Ἀχιλῆϊ», Ομ. Ιλ. β. «μιαροὶ καὶ θεοῑς ἐχθίστατοι», Λουκιαν.) αρχ. ο εχθρικότατα διακείμενος («ὡς δὲ ἐχθροὶ καὶ ἔχθιστοι,… … Dictionary of Greek
ἐχθίστω — ἔχθιστος most hateful masc/neut nom/voc/acc dual ἔχθιστος most hateful masc/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐχθίστων — ἔχθιστος most hateful fem gen pl ἔχθιστος most hateful masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐχθίστως — ἔχθιστος most hateful adverbial ἔχθιστος most hateful masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔχθιστον — ἔχθιστος most hateful masc acc sg ἔχθιστος most hateful neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐχθίσταις — ἔχθιστος most hateful fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐχθίστη — ἔχθιστος most hateful fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐχθίστην — ἔχθιστος most hateful fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐχθίστης — ἔχθιστος most hateful fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐχθίστοιο — ἔχθιστος most hateful masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)