- ἔφ-ηλος
ἔφ-ηλος, Sommersprossen habend, an der ἔφηλις leidend, Ael. H. A. 15, 18; Medic.; VLL., die es auch "sonnverbrannt" erklären. – Rach Suid. auch = angenagelt.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἔφ-ηλος, Sommersprossen habend, an der ἔφηλις leidend, Ael. H. A. 15, 18; Medic.; VLL., die es auch "sonnverbrannt" erklären. – Rach Suid. auch = angenagelt.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἦλος — barren spot masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἧλος — nail head masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ηλος — οι καταλήξεις τής Αρχαίας Ελληνικής που εμφανίζουν επίθημα λο ανάγονται σε ΙΕ επίθημα * lο , το οποίο, συνδυαζόμενο με ρηματικά θέματα, παρήγε μια ιδιαίτερη κατηγορία μετοχών τής ΙΕ που μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και ως επιθετικοί προσδιορισμοί … Dictionary of Greek
ήλος — (I) (AM ἧλος Α και δωρ. τ. άλος) 1. μακρόστενο κυλινδρικό κομμάτι συνήθως από σκληρό μέταλλο, τού οποίου η μια άκρη καταλήγει σε αιχμή ενώ η άλλη είναι διαμορφωμένη σε σχήμα ημισφαιρικής ή κολουροκωνικής κεφαλής, ώστε να χρησιμοποιείται για τη… … Dictionary of Greek
ἥλοις — ἧλος nail head masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἥλοισι — ἧλος nail head masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἥλοισιν — ἧλος nail head masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἥλους — ἧλος nail head masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἥλῳ — ἧλος nail head masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἦλε — ἦλος barren spot masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἦλοι — ἦλος barren spot masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)