ἔτειος

ἔτειος

ἔτειος, jährlich, ein Jahr lang; ἀέϑλων Pind. I. 3, 85; φρουρᾶς ἐτείας μῆκος Aesch. Ag. 2; ἔτειον δασμὸν φέρειν Eur. Rhes. 435; selten in Prosa, von Hafen, Xen. Cyn. 5, 14; βρέφος Poll. 2, 8; – ἔτεια, adv., Lycophr. 721.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • έτειος — ἔτειος, εία, ον και ος, ον (Α) 1. ετήσιος, αυτός που γίνεται ή συμβαίνει κάθε χρόνο ή μια φορά τον χρόνο (α. «ἔτεια ἄεθλα» β. «ἔτειος δασμός») 2. ετήσιος, αυτός που διαρκεί ένα έτος («φρουρᾱς ἐτείας μῆκος», Αισχύλ.) 3. ηλικίας ενός έτους («βρέφος …   Dictionary of Greek

  • ἔτειος — yearly masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐτείων — ἔτειος yearly fem gen pl ἔτειος yearly masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔτειον — ἔτειος yearly masc acc sg ἔτειος yearly neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐτείαις — ἔτειος yearly fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐτείοις — ἔτειος yearly masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐτείους — ἔτειος yearly masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐτείῳ — ἔτειος yearly masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔτεια — ἔτειος yearly neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔτειοι — ἔτειος yearly masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μακρέτειος — μακρέτειος, ον (Α) (κατά το λεξ. Σούδα) αυτός που διαρκεί πολλά χρόνια, πολυετής, πολυχρόνιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + ἔτειος (< ἔτος), πρβλ. επ έτειος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”