ἔρεισμα

ἔρεισμα

ἔρεισμα, τό, 1) das Daruntergestützte, die Stütze, οὐ σκῆπτρα χειρὸς δεξιᾶς ἐρείσματα ἀρεῖτε Eur. Herc. Für. 254; ἀμφὶ βάκτροις ἔρεισμα ϑέμενος ἐστάλην 109, auf den Stab mich stützend; τεκτόνων ἐν οἰκοδομήμασιν ἐρείσματα Plat. Legg. VII, 793 c; τὰ πίπτοντα ὀρϑοῦσιν καὶ ὑφιστᾶσιν ἐρείσματα Arist. H. A. 9, 40; Sp.; = ἕρμα, Stützen des auf dem Lande liegenden Schiffes, Theocr. 21, 12. – Uebertr., Θήρων ἔρεισμα 'Ακράγαντος Pind. Ol. 2, 7, wie Ἀϑῆναι Ἁλλάδος ἔρ. frg. 46; στεναγμοὶ τῶν πόνων ἐρείσματα, Erleichterung der Mühsal, Aesch. frg. 395; Soph. nennt den Hügel Kolonos ἔρεισμ' Ἀϑηνῶν, die Grundlage von Athen, worauf Athen gegründet ist, O. C. 58. – Allgemein, alles zum Stützen, Halten Dienende, πολύβροχ' ἁμμάτων ἐρείσματα Eur. Herc. Fur. 1036. – 2) das Gestützte selbst; der Druck, den der gestützte Körper ausübt, Hippocr.; Aristaen. 2, 22.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἔρεισμα — prop neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έρεισμα — το (AM ἔρεισμα) [ερείδω] 1. υποστήριγμα, ακουμπιστήρι, αποκούμπι 2. μτφ. α) αυτό στο οποίο βασίζεται κάποιος («Ἑλλάδος ἔρεισμα, κλειναὶ Ἀθᾱναι») β) (για ανθρώπους) αυτός ο οποίος παρέχει εγγυήσεις ασφαλείας, το στήριγμα, ο στύλος, ο προστάτης… …   Dictionary of Greek

  • έρεισμα — το, ατος 1. αυτό με το οποίο ή στο οποίο στηρίζεται κανείς, υποστήριγμα. 2. αληθινή ή δίκαια βάση επιχειρημάτων, απόψεων ή πράξεων: Η πράξη του δεν έχει ηθικό έρεισμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἔρεισμ' — ἔρεισμα , ἔρεισμα prop neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρεισμάτων — ἔρεισμα prop neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρείσμασι — ἔρεισμα prop neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρείσμασιν — ἔρεισμα prop neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρείσματα — ἔρεισμα prop neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρείσματι — ἔρεισμα prop neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρείσματος — ἔρεισμα prop neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρείσμαθ' — ἐρείσματα , ἔρεισμα prop neut nom/voc/acc pl ἐρείσματι , ἔρεισμα prop neut dat sg ἐρείσματε , ἔρεισμα prop neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”