- ἔρισμα
ἔρισμα, τό, Gegenstand des Streites, Zankapfel, Il. 4, 38.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἔρισμα, τό, Gegenstand des Streites, Zankapfel, Il. 4, 38.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
έρισμα — ἔρισμα, τὸ (Α) [ερίζω] αιτία, αφορμή φιλονεικίας … Dictionary of Greek
ἔρισμα — cause of quarrel neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρίσμασιν — ἔρισμα cause of quarrel neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρίσματα — ἔρισμα cause of quarrel neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)