- ἔρξω
ἔρξω, fut. zu ἔρδω, eigtl. von ἜΡΓΩ.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἔρξω, fut. zu ἔρδω, eigtl. von ἜΡΓΩ.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἔρξω — ἔρδω do aor subj act 1st sg ἔρδω do fut ind act 1st sg ἔρδω do aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) ἔργω 1 shut in aor ind mid 2nd sg (epic) ἔργω 1 shut in fut ind act 1st sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἕρξω — ἔρδω do aor subj act 1st sg (epic) ἔρδω do aor ind mid 2nd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έργμα — (I) ἔργμα, τὸ (Α) έργο, πράξη. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράγωγο τού αοριστικού θ. τού έρδω «εργάζομαι, πράττω» (πρβλ. μέλλ. έρξω < *έργ σω, παρακμ. έ οργ α)]. (II) ἕργμα, τὸ (Α) φραγμός, περίφραγμα («πρὸς ἕργμα τυμβόχωστον ἔχομαι τάφου», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
u̯erĝ-2, u̯reĝ- — u̯erĝ 2, u̯reĝ English meaning: to do, work Deutsche Übersetzung: “wirken, tun” Material: Av. varǝz (vǝrǝzyeiti = Goth. waurkeiÞ; s. also Gk. ῥέζω) “wirken, do, make”, participle varšta , varǝza m. “Wirken, Verrichten from,… … Proto-Indo-European etymological dictionary