ἔρασδε

ἔρασδε

ἔρασδε, s. ἔραζε.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • έρασδε — βλ. έραζε …   Dictionary of Greek

  • έραζε — ἔραζε και δωρ. τ. ἔρασδε (Α) επίρρ. καταγής, στο έδαφος («νιφάδες δ’ ὣς πῑπτον ἔραζε», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < έρα «γη» + κατάλ. ζε, δηλωτική τής προς τόπον κινήσεως] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”