ἔρι

ἔρι

ἔρι, τό, indecl., verkürzt für ἔριον, Wolle, Philet. 18.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ερι- — (I) ἐρι (Α) αχώριστο μόριο (όπως το αρι ) που επιτείνει την έννοια τών λέξεων στις οποίες προστίθεται ως α’ συνθετικό (π.χ. α. εριαυγής πάρα πολύ λαμπρός, φωτεινότατος β. ερίτιμος πολύτιμος, εντιμότατος γ. εριβρεμέτης* αυτός που βροντάει ισχυρά,… …   Dictionary of Greek

  • έρι — (II) ἔρι, τὸ (Α) [έμον] άκλιτος τ. τής λ. έριον* …   Dictionary of Greek

  • Ἔρι — Ἔρις fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔρι — ἔρις strife fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔρι' — ἔρια , ἔριον wool neut nom/voc/acc pl ἔριο , ἔρομαι ask aor imperat mid 2nd sg (doric) ἔριο , ἔρομαι ask pres imperat mp 2nd sg (epic doric) ἔριο , ἔρομαι ask aor ind mid 2nd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Έρι, Ρέτζιναλντ — (Sir Reginald Airey, ; – Αγγλία 1820). Άγγλος στρατηγός, διοικητής των Ιονίων Νήσων (1810 13). Η διοίκησή του χαρακτηρίστηκε συνετή. Αναδιάρθρωσε τα δικαστήρια, προστάτευσε τον κλήρο και έκανε αρκετά εξωραϊστικά έργα στην Κεφαλονιά και στη… …   Dictionary of Greek

  • Έρι, Τζορτζ Μπίντελ — (Sir George Bindel Airy, Άλνουικ, Νορθάμπερλαντ 1801 – Λονδίνο 1892). Άγγλος μαθηματικός και αστρονόμος. Σπούδασε στο κολέγιο του Κέιμπριτζ, όπου εξελέγη αρχικά καθηγητής των μαθηματικών (1826) και αργότερα καθηγητής της αστρονομίας (1828).… …   Dictionary of Greek

  • πατισ(σ)ερί — η άκλ. ζαχαροπλαστείο, κατάστημα που πουλά γλυκίσματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. patisserie] …   Dictionary of Greek

  • ἐρίγουν — ἐρί̱γουν , ῥιγέω shudder imperf ind act 3rd pl (attic epic doric) ἐρί̱γουν , ῥιγέω shudder imperf ind act 1st sg (attic epic doric) ἐρί̱γουν , ῥιγόω to be cold imperf ind act 3rd pl ἐρί̱γουν , ῥιγόω to be cold imperf ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρίγων — ἐρί̱γων , ῥιγόω to be cold imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἐρί̱γων , ῥιγόω to be cold imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρίπτουν — ἐρί̱πτουν , ῥίπτω throw imperf ind act 3rd pl (attic epic doric) ἐρί̱πτουν , ῥίπτω throw imperf ind act 1st sg (attic epic doric) ῥιπτέω imperf ind act 3rd pl (attic epic doric) ῥιπτέω imperf ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”