ἔπ-αλπνος

ἔπ-αλπνος

ἔπ-αλπνος, angenehm, νόστος Pind. P. 8, 88.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • άλπνιστος — ἄλπνιστος, η, ον (Α) (υπερθ. τού επιθ. *ἄλπνος που απαντά μόνο ως σύνθετο, πρβλ. ἔπαλ πνος) γλυκύτατος, φίλτατος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ἄλπνιστος (σύμφωνα με άλλη άποψη ἄλπιστος, χωρίς το πρόσφυμα ν ) συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα αλπ < *Fαλπ,… …   Dictionary of Greek

  • έπαλπνος — ἔπαλπνος, ον (Α) γλυκός, προσηνής, ευχάριστος, τερπνός («νόστος... ἔπαλπνος», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + *αλπνός (θετ. βαθμός τού άλπνιστος «ηδύτατος, πολύ εύχάριτος»), τ. που απαντά μόνο στο ανωτέρω σύνθετο] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”