- πείθ-αρχος
πείθ-αρχος, dem Vorgesetzten gehorchend, φρήν, Aesch. Pers. 206.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πείθ-αρχος, dem Vorgesetzten gehorchend, φρήν, Aesch. Pers. 206.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πείθαρχος — ον, Α (ποιητ. τ.) πειθαρχικός, ευπειθής, («πειθάρχῳ φρενί», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πειθ τού πείθω + αρχος (< ἀρχή), πρβλ. δήμ αρχος] … Dictionary of Greek
κυριαρχώ — (Μ κυριαρχῶ έω) είμαι κυρίαρχος, ασκώ κυριαρχικά δικαιώματα, άρχω, εξουσιάζω νεοελλ. υπερισχύω, επικρατώ, δεσπόζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύριος + αρχώ (< άρχος < ἄρχω), πρβλ. ιερ αρχώ, πειθ αρχώ) … Dictionary of Greek