- ὑέλεος
ὑέλεος, zsgzn ὑελοῠς, ῆ, οῠν, spätere, schlechtere Form statt ὑάλεος, w. m. s.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑέλεος, zsgzn ὑελοῠς, ῆ, οῠν, spätere, schlechtere Form statt ὑάλεος, w. m. s.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υελέος — έα, ον, και συνηρ. τ. ὑελοῡς, ῆ, οῡν, Α βλ. ὑαλοῡς … Dictionary of Greek
υαλούς — και ὑελοῡς, ῆ, οῡν, και ασυναίρετος τ. ὑάλεος και υελέος, έα, ον, Α 1. γυάλινος («ὑαλέην οἰνοδόκον κύλικα», Ανθ. Παλ.) 2. λαμπρός, διάφανος σαν το γυαλί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕαλος / ὕελος + κατάλ. εος / οῦς (πρβλ. χρύσ εος / οῦς). Η λ. απαντά πιθ. και… … Dictionary of Greek