- ὑάλιος
ὑάλιος, gläsern; ἐκπώματα, Ar. Ach. 74; Luc. hist. conscr. 25 u. A.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑάλιος, gläsern; ἐκπώματα, Ar. Ach. 74; Luc. hist. conscr. 25 u. A.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υάλιος — Α (κατά το λεξ. Σούδα) πολέμιος καὶ ἐνυάλιος». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. αντί τού τ. ἐνυάλιος] … Dictionary of Greek