ὑάλωμα

ὑάλωμα

ὑάλωμα, τό, die Verglasung des Auges, das Glasange, eine Pferdekrankheit, Hippiatr.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ὑάλωμα — glazing of the eye neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υάλωμα — το / ὑάλωμα, ώματος, ΝΜ οφθαλμική πάθηση τών αλόγων παρόμοια με το γλαύκωμα νεοελλ. 1. υάλωση 2. το σύνολο τών γυάλινων τμημάτων ενός οικοδομήματος, τα τζαμικά 3. το υαλογράφημα 4. το εφυάλωμα, το σμάλτο 5. ιατρ. σπάνια δερματοπάθεια… …   Dictionary of Greek

  • κεραμική — Τέχνη παραγωγής χρηστικών και διακοσμητικών αντικειμένων από άργιλο και άλλες ουσίες. Τα αντικείμενα διαμορφώνονται από την εύπλαστη μάζα υγρού πηλού και υποβάλλονται σε αποξήρανση και ψήσιμο για να σκληρύνουν και να σταθεροποιηθούν. Η ποικιλία… …   Dictionary of Greek

  • πορσελάνη — Σκληρότατο προϊόν της κεραμικής (η π. δεν χαράσσεται από χαλύβδινη αιχμή), αδιαπέραστο από το νερό, λευκό, ικανό ν’ αντισταθεί σε όλα τα χημικά αντιδραστήρια, εκτός από τα καυστικά αλκάλια και το υδροφθορικό οξύ. Η π. διακρίνεται σε σκληρή και σε …   Dictionary of Greek

  • υαλώ — ὑαλῶ, όω, ΝΜ, και υαλώνω Ν [ὕαλος] (λόγιος τ.) μεταβάλλω σε ύαλο, υαλοποιώ νεοελλ. καθιστώ ένα αντικείμενο υδατοστεγές με υάλωμα, βάζω υάλωμα μσν. παθ. ὑαλοῡμαι, όομαι α) τήκομαι, λειώνω β) (κατ επέκτ.) αποβάλλω την υφή, την ουσία μου …   Dictionary of Greek

  • λευκός — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 160 μ., 28 κάτ.) της Καρπάθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καρπάθου του νομού Δωδεκανήσου. * * * ή, ό (AM λευκός, ή, όν) 1. αυτός που έχει το χρώμα τού χιονιού ή τού γάλακτος, άσπρος (α. «ήλθε ντυμένη με λευκά ρούχα»… …   Dictionary of Greek

  • σμάλτο — Υαλώδης εύτηκτη ουσία, που χρησιμοποιείται ως διακοσμητικό, προστατευτικό ή στεγανοποιητικό επίχρισμα σε μεταλλικά ή κεραμικά αντικείμενα. Όπως το γυαλί, έτσι και τα σ. έχουν κύριο συνθετικό τα πυριτικά και βορικά άλατα νάτριου ή κάλιου και… …   Dictionary of Greek

  • ύαλος — και ύελος, η / ὕαλος και ὕελος, ΝΜΑ, και ὕελλος, ἡ, μτγν τ. ὕαλος, ὁ, Α το γυαλί νεοελλ. 1. συνεκδ. υαλοπίνακας, τζάμι 2. φρ. «υφαιστειακή ύαλος» (πετρογρ.) υαλώδες πέτρωμα που σχηματίζεται από λάβα ή από μάγμα και έχει σύσταση παρόμοια με τη… …   Dictionary of Greek

  • Ζιγκμόντι, Ρίχαρντ — (Richard Zsigmondy, Βιέννη 1865 – Γκέτινγκεν 1929). Αυστριακός χημικός. Ολοκλήρωσε τις σπουδές του το 1889 στο πανεπιστήμιο του Μονάχου. Έγινε καθηγητής της ανόργανης χημείας, πρώτα στο πανεπιστήμιο της Ιένας και ύστερα του Γκέτινγκεν, όπου… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”