ἑοῦς

ἑοῦς

ἑοῦς, böot. = ἕο, οὗ, Corinna.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἑούς — ἑός his masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψευδηρακλής — έους, ὁ, Α (κυρίως ως τίτλος κωμωδίας τού Μενάνδρου) αυτός που παρουσιάζεται ή παριστάνεται ως Ηρακλής χωρίς να είναι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + Ἡρακλῆς] …   Dictionary of Greek

  • σιγμόληκτος — η, ο, Ν 1. αυτός που λήγει σε σίγμα 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα σιγμόληκτα γραμμ. ονόματα, ουσιαστικά και επίθετα, τής αρχαίας Ελληνικής που έχουν χαρακτήρα σ και κλίνονται κατά την τρίτη κλίση, όπως είναι: α) τα αρσενικά ακατάληκτα κύρια… …   Dictionary of Greek

  • Oïclevs — OÏCLEṼS, ëi, Gr. Ὀϊκλεὺς, έως, des Antiphates, Schol. Pind. ap. Muncker. ad Hygin. Fab. 70. oder, nach andern, des Mantius Sohn, Paus. El. prior. c. 17. p. 376. welcher von einigen auch Oikles, Gr. Ὀϊκλῆς, έους, Apollod. l. I. c. 9. §. 16. oder… …   Gründliches mythologisches Lexikon

  • χυτρεούς — ᾱ, οῡν, Α 1. πήλινος («χυτρεοῡν... θεόν», Αριστοφ.) 2. (σε σχόλ. κώδ.) «χυτρεοῡς ὁ τροχὸς ἐν ᾧ ἐργάζονται τὰς χύτρας». [ΕΤΥΜΟΛ. < χύτρα (πρβλ. κεραμ εοῦς: κέραμος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”