- ὑλαῖος
ὑλαῖος, 1) holzig, waldig; im Walde befindlich, lebend, ϑήρ, Theocr. 23, 10; ὑλαίη ἀνϑοσύνη, Agath. 71 (XI, 365); ἤϑη, Ael. N. A. 16, 10. – 2) materiell, körperlich, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑλαῖος, 1) holzig, waldig; im Walde befindlich, lebend, ϑήρ, Theocr. 23, 10; ὑλαίη ἀνϑοσύνη, Agath. 71 (XI, 365); ἤϑη, Ael. N. A. 16, 10. – 2) materiell, körperlich, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Ὑλαῖος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑλαῖος — belonging to the wood masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υλαίος — αία, ον, και ιων. τ. θηλ. ὑλαίη, Α 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ὕλη*, στο δάσος, ή αυτός που ζει στο δάσος, ο άγριος 2. ονομασία σκύλου 3. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο υλικό από το οποίο είναι κατασκευασμένο ένα αντικείμενο, ο… … Dictionary of Greek
ὑλαῖον — ὑλαῖος belonging to the wood masc acc sg ὑλαῖος belonging to the wood neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑλαῖα — ὑλαῖος belonging to the wood neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑλαῖαι — ὑλαῖος belonging to the wood fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὑλαῖοι — Ὑλαῖος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑλαῖοι — ὑλαῖος belonging to the wood masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὑλαῖον — Ὑλαῖος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὑλαίοιο — Ὑλαῖος masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὑλαίοις — Ὑλαῖος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)