- ὑλίστριον
ὑλίστριον, τό, = Vor., Schol. Nic. Al. 493.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑλίστριον, τό, = Vor., Schol. Nic. Al. 493.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υλίστριον — τὸ, Α βλ. ὑλιστήριον … Dictionary of Greek
υλιστήριον — και ὑλίστριον, τὸ, Α ο ὑλιστήρ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑλίζω + επίθημα τήριον (πρβλ. καθαρισ τήριον)] … Dictionary of Greek