ὑλάζομαι

ὑλάζομαι

ὑλάζομαι, holzen, Holz machen od. holen, Hesych.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • υλάζομαι — Α [ὕλη] (αποθ.) συγκεντρώνω ή μεταφέρω ξύλα …   Dictionary of Greek

  • περιεφυλάχθησαν — περϊεφῡ̱λάχθησαν , περί , ἐπί ὑλάζομαι fetch aor ind mp 3rd pl περϊεφῡλάχθησαν , περί , ἐπί ὑλάζομαι fetch aor ind mp 3rd pl (homeric ionic) περϊεφυλάχθησαν , περί φυλάσσω keep watch and ward aor ind pass 3rd pl περϊεφῡλάχθησαν , περί φυλάζω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνδιεφυλάχθη — συνδιεφῡ̱λάχθη , σύν , διά , ἐπί ὑλάζομαι fetch aor ind mp 3rd sg συνδιεφῡλάχθη , σύν , διά , ἐπί ὑλάζομαι fetch aor ind mp 3rd sg (homeric ionic) συνδιεφῡλάχθη , σύν , διά φυλάζω form into tribes aor ind pass 3rd sg σύν διαφυλάσσω watch… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπεξυλωμένας — ἀπεξυλωμένᾱς , ἀπό , ἐκ ὑλάω bark pres part mp fem acc pl (ionic) ἀπεξυλωμένᾱς , ἀπό , ἐκ ὑλάω bark pres part mp fem gen sg (attic epic doric ionic aeolic parad form prose) ἀπεξῡλωμένᾱς , ἀπό , ἐκ ὑλάζομαι fetch fut part mp fem acc pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑλάξῃ — ὑ̱λάξῃ , ὑλάζομαι fetch aor subj mp 2nd sg ὑ̱λάξῃ , ὑλάζομαι fetch fut ind mp 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑλάσσω — ὑ̱λάσσω , ὑλάζομαι fetch aor ind mp 2nd sg ὑ̱λάσσω , ὑλάζομαι fetch aor ind mp 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υλασία — ἡ, Α [ὑλάζομαι] συλλογή ξύλων …   Dictionary of Greek

  • υλαστής — (hylastes). Γένος εντόμων της οικογένειας των Βοστρυχιδών, της υπέρταξης των ορθοπτεροειδών. Περιλαμβάνει ορισμένα είδη που ζουν κυρίως στην Ευρώπη. Πρόκειται για μικρά σκαθάρια με κεφάλι σχεδόν ανεξάρτητο από το υπόλοιπο σώμα, που καταλήγει σε… …   Dictionary of Greek

  • ύλη — Στην ευρεία έννοια, ύ. είναι καθετί που γίνεται αντιληπτό από τις αισθήσεις μας ή, πιο γενικά, καθετί που μπορεί να μετρηθεί με οποιοδήποτε όργανο μέτρησης. Στη στενή έννοια, ύ. και μάζα ταυτίζονται: ακριβέστερα, ύ. είναι καθετί που… …   Dictionary of Greek

  • ἀπεξυλωμένην — ἀπό , ἐκ ὑλάω bark pres part mp fem acc sg (ionic) ἀπεξῡλωμένην , ἀπό , ἐκ ὑλάζομαι fetch fut part mp fem acc sg (ionic) ἀπεξῡλωμένην , ἀπό , ἐκ ὑλόομαι to be materialized perf part mp fem acc sg (ionic) ἀπό ξυλόω turn into wood perf part mp… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπεξυλώμενος — ἀπό , ἐκ ὑλάω bark pres part mp masc nom sg (ionic) ἀπεξῡλώμενος , ἀπό , ἐκ ὑλάζομαι fetch fut part mp masc nom sg (ionic) ἀπό , ἐκ ὑλόομαι to be materialized pres part mp masc nom sg (attic epic doric ionic aeolic parad form prose) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”