πείρᾱσις

πείρᾱσις

πείρᾱσις, , das Versuchen, Erproben, die Versuchung, Thuc. 6, 56.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πείρασις — attempt fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πείρασις — άσεως, ἡ, Α [πειρώ / πειρώμαι] 1. δοκιμή, δοκιμασία, απόπειρα, ιδίως για αποπλάνηση 2. απαγωγή, αποπλάνηση («τὸν δ οὖν Ἁρμόδιον ἀπαρνηθέντα τὴν πείρασιν... προυπηλάκισεν», Θουκ.) …   Dictionary of Greek

  • πειράσει — πείρασις attempt fem nom/voc/acc dual (attic epic) πειράσεϊ , πείρασις attempt fem dat sg (epic) πείρασις attempt fem dat sg (attic ionic) πειρά̱σει , πειράω attempt aor subj act 3rd sg (attic epic) πειρά̱σει , πειράω attempt aor subj act 3rd sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πειράσεις — πείρασις attempt fem nom/voc pl (attic epic) πείρασις attempt fem nom/acc pl (attic) πειρά̱σεις , πειράω attempt aor subj act 2nd sg (attic epic) πειρά̱σεις , πειράω attempt aor subj act 2nd sg (epic doric aeolic) πειρά̱σεις , πειράω attempt fut… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πειράσηι — πείρασις attempt fem dat sg (epic) πειρά̱σῃ , πείρω pierce aor part act fem dat sg (attic epic ionic) πειρά̱σῃ , πειράω attempt aor subj mid 2nd sg (attic) πειρά̱σῃ , πειράω attempt aor subj act 3rd sg (attic) πειρά̱σῃ , πειράω attempt aor subj… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πείρασι — πείρασις attempt fem voc sg πείρᾱσι , πείρω pierce aor part act masc/neut dat pl (attic epic ionic) πεί̱ρασι , πεῖραρ end neut dat pl πείρᾱσι , πειράω attempt pres ind act 3rd sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πείρασιν — πείρασις attempt fem acc sg πείρᾱσιν , πείρω pierce aor part act masc/neut dat pl (attic epic ionic) πεί̱ρασιν , πεῖραρ end neut dat pl πείρᾱσιν , πειράω attempt pres ind act 3rd sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πειρασία — Πόλη της αρχαίας Θεσσαλίας στη Μαγνησία. Αναφέρεται και με το όνομα Πειρεσία. Πρόκειται για τον ομηρικό οικισμό Αστέριον. Τα ερείπιά της, αρχαία και μεσαιωνικά, σώζονται σε λόφο κοντά στο σημερινό οικισμό Βλοχός του νομού Τρικάλων. * * * ἡ, Μ η… …   Dictionary of Greek

  • πειρασμός — Η επιθυμία να κάνει κάτι κάποιος το οποίο αποδοκιμάζει. Η έμφυτη ορμή προς κάτι κακό. Ο διάβολος, ο Σατανάς. Χαρακτηριστικό γυναίκας που προκαλεί ερωτική επιθυμία (μεταφορ.). Η χριστιανική θρησκεία θεωρεί τον π. απότοκο του προπατορικού… …   Dictionary of Greek

  • πειράσῃ — πειράσηι , πείρασις attempt fem dat sg (epic) πειρά̱σῃ , πείρω pierce aor part act fem dat sg (attic epic ionic) πειρά̱σῃ , πειράω attempt aor subj mid 2nd sg (attic) πειρά̱σῃ , πειράω attempt aor subj act 3rd sg (attic) πειρά̱σῃ , πειράω attempt …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”