πείρινθος

πείρινθος

πείρινθος, , spätere Form von πείρινς, VLL.; nach E. M. auch ἡ πείρινϑα, u. bei Apoll. L. H. ἃ λέγομεν πειρίνϑια.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πείρινθος — ὁ, Α βλ. πείρινς …   Dictionary of Greek

  • πείρινθος — πείρῑνθος , πείρινς wicker basket fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πείρινς — ινθος, ἡ, και επικ. τ. πείρινθα και πείρινθος, ὁ, Α μεγάλο πλεχτό καλάθι, τετράγωνο ή κυκλικό, πλεγμένο από κλάδους ιτιάς ή σχοίνων ή από καλάμια, το οποίο προσδενόταν πάνω σε άμαξα ή σε άρμα και χρησίμευε ως κάθισμα ή για την τοποθέτηση τροφίμων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”