- ἑλλεβορίνη
ἑλλεβορίνη, ἡ, = ἐπιπακτίς, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἑλλεβορίνη, ἡ, = ἐπιπακτίς, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ελλεβορίνη — η (Α ἑλλεβορίνη) γένος φυτών τής οικογένειας ορχεΐδες … Dictionary of Greek
ελλέβορος — (helleborus). Γένος δικοτυλήδονων, πολυετών, ποωδών φυτών της οικογένειας των ρανουγκουλιδών. Οι ε. είναι καυστικοί και δηλητηριώδεις και ανθίζουν τον χειμώνα. Ευδοκιμούν στην Ευρώπη και στη δυτική και κεντρική Ασία. Το γένος αριθμεί περίπου οκτώ … Dictionary of Greek
επιπακτίς — η (Α ἐπιπακτίς) νεοελλ. γένος φυτών τής οικογένειας τών ορχεοειδών αρχ. μικρός θάμνος με λίγα φύλλα, αλλιώς ελλεβορίνη* ή βόριον* … Dictionary of Greek