- ὑλη-γενής
ὑλη-γενής, ές, aus Holz geworden, gemacht. – Sp. aus Materie bestehend, materiell, körperlich, Synes.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑλη-γενής, ές, aus Holz geworden, gemacht. – Sp. aus Materie bestehend, materiell, körperlich, Synes.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοπρογενής — κοπρογενής, ές (Μ) 1. αυτός που γεννήθηκε στην κοπριά 2. αυτός που τα γένια του είναι γεμάτα κοπριές. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + γενής (< γένος), πρβλ. ευ γενής, υλη γενής] … Dictionary of Greek
υληγενής — και ὑλογενής και ὑλιγενής, ές, Α κατασκευασμένος από ξύλο ή, κατ άλλους, αυτός που γεννήθηκε στο δάσος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕλη + γενής (< γένος < γίγνομαι), πρβλ. πυρι γενής] … Dictionary of Greek
κολλαγόνος — και κολλογόνος, ο, θηλ. και α 1. αυτός που παράγει ή περιέχει κολλώδη ύλη 2. το ουδ. ως ουσ. το κολλαγόνο (βιοχ.) πρωτεΐνη η οποία αποτελεί συστατικό τών λευκωπών, μάλλον μη ελαστικών, ινών μεγάλης εκτατικής αντοχής, που βρίσκονται στους τένοντες … Dictionary of Greek
πυκνός — ή, ό / πυκνός, ή, όν, ΝΜΑ, ποιητ. τ. πυκινός, ή, όν, αιολ. τ. πύκνος, ον, Α 1. αυτός που περιέχει πολλή ύλη σε μικρό χώρο, δηλ. αυτός τού οποίου τα συστατικά βρίσκονται πολύ κοντά μεταξύ τους, συμπαγής, σφιχτός, κρουστός (α. «πυκνή ύφανση» β.… … Dictionary of Greek