- ὑλη-ωρός
ὑλη-ωρός, den Wald beaufsichtigend, Waldaufseher; Pan, Leon. Tar. 17 (IX, 337); Nymphen, Ap. Rh. 1, 1227, wo ὑλήωροι steht.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑλη-ωρός, den Wald beaufsichtigend, Waldaufseher; Pan, Leon. Tar. 17 (IX, 337); Nymphen, Ap. Rh. 1, 1227, wo ὑλήωροι steht.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υλωρός — ο / ὑλωρός, ΝΑ, και ὑληωρός και ὑληώρης Α (παλ. λόγιος όρος) ο φύλακας τού δάσους, δασοφύλακας αρχ. άρχοντας στον οποίο είχε ανατεθεί η φύλαξη τών δασών («καλοῡσι δὲ τοὺς ἄρχοντας τούτους, οἱ μὲν ἀγρονόμους, οἱ δὲ ὑλωρούς», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek