- ὑλο-τομία
ὑλο-τομία, ἡ, das Holzhauen, -fällen, Arist. pol. 1, 11.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑλο-τομία, ἡ, das Holzhauen, -fällen, Arist. pol. 1, 11.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κορυφοτομία — η το κόψιμο τών κορυφών φυτού, το κορφολόγημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κορυφή + τομία (< τόμος < τέμνω), πρβλ. ρυμο τομία, υλο τομία] … Dictionary of Greek
-τόμος — Α β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ουσιαστικών και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. τόμος* «τεμάχιο, τμήμα, κομμάτι» (< τέμνω). Τα παροξύτονα ονόματα σε τόμος είναι αντικειμενικά σύνθετα με α… … Dictionary of Greek