ὑλαγμός

ὑλαγμός

ὑλαγμός, , das Bellen, das Gebell; Il. 21, 575; Xen. Cyn. 4, 5.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ὑλαγμός — barking masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υλαγμός — ὁ, Α ὕλαγμα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τού ρ. ὑλάω, ῶ* «γαβγίζω, φωνάζω», με ουρανική εκφραστική παρέκταση γ και κατάλ. μός (πρβλ. ἰυγμός, οἰμωγμός). Η λ. συνδέεται, ως προς τον σχηματισμό της, με το ρ. ὑλάσσω*] …   Dictionary of Greek

  • ὑλαγμοῖς — ὑλαγμός barking masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑλαγμοῦ — ὑλαγμός barking masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑλαγμούς — ὑλαγμός barking masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑλαγμῷ — ὑλαγμός barking masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑλαγμόν — ὑλαγμός barking masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυνυλαγμός — κυνυλαγμός, ὁ (Α) γάβγισμα σκύλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο) * + ὑλαγμός «γάβγισμα»] …   Dictionary of Greek

  • υλάκτης — ὁ, Α ὑλακτητής*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. σχηματισμός < θ. τού ρ. ὑλάω, ῶ* «γαβγίζω», με ουρανική εκφραστική παρέκταση κ και επίθημα της (πρβλ. ὑλάσσω, ὑλαγμός)] …   Dictionary of Greek

  • υλάσσω — ΜΑ ὑλάσκω*. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ὑλάσσω (< *ὑλά κ jω) είναι παρλλ. τ. τού ὑλάω, ῶ*, σχηματισμένος με εκφραστική ουρανική παρέκταση κ (για τον σχηματισμό τού ρ. πρβλ. ὑλακτῶ, ὑλακή, ὑλαγμός)] …   Dictionary of Greek

  • υλακτώ — ὑλακτῶ, έω, ΝΜΑ, και ποιητ. τ. ὑλακῶ, άω, Α (για σκυλιά) εκβάλλω φωνή, αλυχτώ, γαβγίζω αρχ. 1. (αμτβ.) μτφ. α) χρησιμοποιείται για τον παλμό ή για τη βοή που κάνει η καρδιά ανθρώπου οργισμένου β) (για κενό στομάχι) ζητώ τροφή 2. (μτβ.) μτφ. α)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”