- ὑλακτητής
ὑλακτητής, ὁ, der Beller, Kläffer, Theodorids 18 (VII, 479).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑλακτητής, ὁ, der Beller, Kläffer, Theodorids 18 (VII, 479).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υλακτητής — ὁ, Α [ὑλακτῶ] αυτός που γαβγίζει … Dictionary of Greek
ὑλακτητήν — ὑλακτητής a barker masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υλάκτης — ὁ, Α ὑλακτητής*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. σχηματισμός < θ. τού ρ. ὑλάω, ῶ* «γαβγίζω», με ουρανική εκφραστική παρέκταση κ και επίθημα της (πρβλ. ὑλάσσω, ὑλαγμός)] … Dictionary of Greek
ύλαξ — ακος, ὁ, Α ὑλακτητής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τού ρ. ὑλάω, ω* «γαβγίζω» + επίθημα αξ, ακος (πρβλ. σκύλ αξ)] … Dictionary of Greek