ἑλκήεις

ἑλκήεις

ἑλκήεις, εσσα, εν, voll Geschwüre, Maneth. 1, 162.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ελκήεις — ἑλκήεις, εσσα, εν (Α) ο γεμάτος έλκη …   Dictionary of Greek

  • ἑλκήεντα — ἑλκήεις full of ulcers neut nom/voc/acc pl ἑλκήεις full of ulcers masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έλκος — Περιορισμένη απώλεια ιστού με μικρή τάση προς επούλωση· ο όρος έ. χρησιμοποιείται κυρίως σε βλάβες του δέρματος και των βλεννογόνων (π.χ. γαστροδωδεκαδακτυλικό έ.). Έ. του δέρματος μπορεί να συνοδεύουν διαβήτη, καρδιοπάθειες, νεφροπάθειες,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”