- ἑλεδώνη
ἑλεδώνη, ἡ, eine Art kleiner Dintenfische; Arist. H. A. 4, 1; Henioch. Ath. VI, 271 a.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἑλεδώνη, ἡ, eine Art kleiner Dintenfische; Arist. H. A. 4, 1; Henioch. Ath. VI, 271 a.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἑλεδώνη — octopus fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑλεδώνην — ἑλεδώνη octopus fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ελεδόνη — και ελεδώνη, η (Α ἑλεδώνη) γένος κεφαλόποδων μαλακίων τής οικογένειας τών οκταποδιδών μελιδόνα, μοσχοχτάποδο νεοελλ. γένος κολεόπτερων εντόμων τής οικογένειας τών τενεβριονιδών … Dictionary of Greek
ἑλεδώνας — ἑλεδώνᾱς , ἑλεδώνη octopus fem acc pl ἑλεδώνᾱς , ἑλεδώνη octopus fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλιδώνα — η είδος χταποδιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ἑλεδώνη «είδος πολύποδα»] … Dictionary of Greek
οσμύλη — ὀσμύλη, ἡ (Α) ο θαλάσσιος πολύποδας ελεδώνη, το μοσχοχτάποδο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀσμή + επίθημα ύλη (πρβλ. κογχ ύλη)] … Dictionary of Greek