- ὑλι-βάτης
ὑλι-βάτης, ὁ, f. L. für ὑληβάτης oder ὑλοβάτης, Lob. Phryn. 637, findet sich Muc. Scaev. (IX, 217), u. τράγος Ath. IX, 402 e. Vgl. ἀλίβατος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑλι-βάτης, ὁ, f. L. für ὑληβάτης oder ὑλοβάτης, Lob. Phryn. 637, findet sich Muc. Scaev. (IX, 217), u. τράγος Ath. IX, 402 e. Vgl. ἀλίβατος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υλοβάτης — ο / ὑλοβάτης, ΝΑ, και ὑλιβάτης και ὑλίβατος και ὑληβάτης και δωρ. τ. ὑλοβάτας Α νεοελλ. ζωολ. γένος ανθρωποειδών πιθήκων τής οικογένειας υλοβατίδες, κν. γίββονας αρχ. αυτός που συχνάζει στα δάση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕλη + βάτης / βατος (< βαίνω),… … Dictionary of Greek