- ἑλικ-ῶπις
ἑλικ-ῶπις, ιδος, ἡ, fem. zum Folgdn; κούρη Il. 1, 98; Μοῦσαι H. h. 33, 1; νύμφη Hes. Th. 298; Ἀφροδίτα Pind. P. 6, 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἑλικ-ῶπις, ιδος, ἡ, fem. zum Folgdn; κούρη Il. 1, 98; Μοῦσαι H. h. 33, 1; νύμφη Hes. Th. 298; Ἀφροδίτα Pind. P. 6, 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
-ώπις — Α β συνθετικό πολλών θηλυκών ονομάτων τής Αρχαίας που ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *okw «βλέπω» (βλ. λ. ὄπωπα) και δηλώνει αυτήν που έχει τα μάτια, την όψη, την έκφραση ή την εμφάνιση την οποία δηλώνει το α συνθετικό (πρβλ. αὐλ ῶπις, βλοσυρ ῶπις, βο ῶπις … Dictionary of Greek
καλυκώπις — καλυκῶπις, ιδος, ἡ (Α) αυτή που έχει πρόσωπο όμοιο με κάλυκα άνθους, δηλ. που έχει ρόδινη όψη, ροδοπρόσωπη, ανθηρή. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλυξ, υκος + ῶπις (< ωψ, ωπος < *ὤψ, *ὠπός «όψη, πρόσωπο, μάτι»), πρβλ. ἑλικ ῶπις, ὑαλ ῶπις] … Dictionary of Greek