ἑλικο-βόστρυχος

ἑλικο-βόστρυχος

ἑλικο-βόστρυχος, mit gelockten Haaren, Ar. frg. bei Hephaest. p. 74.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • καταβόστρυχος — καταβόστρυχος, ον (Α) αυτός που έχει πολλούς βοστρύχους, φουντωτά μαλλιά με μπούκλες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + βόστρυχος (< βόστρυχος «μπούκλα»), πρβλ. ελικο βόστρυχος, χρυσο βόστρυχος] …   Dictionary of Greek

  • κυανοβόστρυχος — κυανοβόστρυχος, ον (Α) αυτός που έχει μελανόχρωμους βοστρύχους, μαυροπλόκαμος, μαυρομάλλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύανος + βόστρυχος «μπούκλα» (πρβλ. ελικο βόστρυχος, μυρο βόστρυχος)] …   Dictionary of Greek

  • χρυσοβόστρυχος — και χρυσεοβόστρυχος, ον, Α αυτός που έχει χρυσούς βοστρύχους. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * / χρυσεο + βόστρυχος (πρβλ. ἑλικο βόστρυχος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”