ὑλικός

ὑλικός

ὑλικός, materiell, körperlich, Sp.; οὐσία, Arist. metaph. 7, 4, oft, wie S. Emp.; bei K. S. weltlich.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • υλικός — ή, ό / ὑλικός, ή, όν, ΝΜΑ [ὕλη] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ύλη ή αποτελείται από ύλη, σε αντιδιαστολή προς τον άυλο (α. «υλικός κόσμος» β. «ὑλικὴ ουσία», Αριστοτ.) 2. εγκόσμιος, γήινος, φθαρτός, σε αντιδιαστολή με τον υπερκόσμιο, τον… …   Dictionary of Greek

  • ὑλικός — ὑ̱λικός , ὑλίζω filter perf part act neut nom/voc/acc sg ὑ̱λικός , ὑλικός of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υλικός — ή, ό επίρρ. ά 1. που ανήκει ή αναφέρεται στην ύλη (σε αντιδιαστολή με το πνεύμα και την ψυχή), ο γήινος, ο φθαρτός: Υλικά αγαθά. 2. σαρκικός, υλιστικός, αισθητικός: Υλικές απολαύσεις. 3. το ουδ. ως ουσ., υλικό (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑλικά — ὑλικόν of neut nom/voc/acc pl ὑ̱λικά , ὑλικός of neut nom/voc/acc pl ὑ̱λικά̱ , ὑλικός of fem nom/voc/acc dual ὑ̱λικά̱ , ὑλικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑλικώτερον — ὑ̱λικώτερον , ὑλικός of adverbial comp ὑ̱λικώτερον , ὑλικός of masc acc comp sg ὑ̱λικώτερον , ὑλικός of neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ενύλικος — ἐνύλικος, ον (Μ) [εν + υλικός] υλικός, αναφερόμενος στην ύλη …   Dictionary of Greek

  • καταναγκασμός — Έννοια που απασχολεί τη φιλοσοφία, την κοινωνιολογία και την πρακτική του δικαίου, γιατί αναφέρεται τόσο στη νόμιμη όσο και στην παράνομη χρήση βίας. Ο κ. υπόκειται γενικά σε τριών ειδών διακρίσεις. Η πρώτη αναφέρεται στη διάκριση ανάμεσα σε… …   Dictionary of Greek

  • πραγματικός — ή, ό / πραγματικός, ή, όν, ΝΜΑ [πρᾱγμα, ατος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πραγματικότητα, που συμφωνεί με την πραγματικότητα 2. αυτός που υπάρχει πραγματικά, ο αληθινός, ο αντικειμενικός («πραγματική ιστορία») νεοελλ. 1. (νομ.) αυτός… …   Dictionary of Greek

  • ὑλικωτάτας — ὑ̱λικωτάτᾱς , ὑλικός of fem acc superl pl ὑ̱λικωτάτᾱς , ὑλικός of fem gen superl sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑλικωτάτων — ὑ̱λικωτάτων , ὑλικός of fem gen superl pl ὑ̱λικωτάτων , ὑλικός of masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑλικωτέρα — ὑ̱λικωτέρᾱ , ὑλικός of fem nom/voc/acc comp dual ὑ̱λικωτέρᾱ , ὑλικός of fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”