- ἑλκε-τρίβων
ἑλκε-τρίβων, ωνος, ὁ, der Mantelschlepper, Spottname eines Lacedämoniers, Plat. Com. bei Eustrat. ad Arist. Nic. 4, 7.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἑλκε-τρίβων, ωνος, ὁ, der Mantelschlepper, Spottname eines Lacedämoniers, Plat. Com. bei Eustrat. ad Arist. Nic. 4, 7.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εχε- — (ΑΜ ἐχε ). [ΕΤΥΜΟΛ. Τα σύνθ. με α συνθετικό εχε ανήκουν στη γενικότερη κατηγορία τών συνθέτων με ρηματικό θ. ενεστ. ή αορ. ως α συνθετικό, παρ όλο που αναπτύχθηκαν πολλές απόψεις για την ερμηνεία τού σχηματισμού τους πρβλ. αρχέ κακος, εχέ θυμος,… … Dictionary of Greek