- ἑλκεσί-πεπλος
ἑλκεσί-πεπλος, gewandnachschleppend, mit langem Schleppkleide; Hom. dreimal, Τρωάδας ἑλκεσιπέπλους Versende, Iliad. 6, 442. 7, 297. 22, 105; – Ἡρώ Mus. 285; Νηρηΐς Nonn. 1, 103.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἑλκεσί-πεπλος, gewandnachschleppend, mit langem Schleppkleide; Hom. dreimal, Τρωάδας ἑλκεσιπέπλους Versende, Iliad. 6, 442. 7, 297. 22, 105; – Ἡρώ Mus. 285; Νηρηΐς Nonn. 1, 103.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τανύπεπλος — ον, Α 1. (ως προσωνυμία γυναικών τής υψηλής κοινωνίας και θεαινών) αυτός που φορεί μακρύ πέπλο 2. φρ. «πλακοῡς τανύπεπλος» κωμική έκφραση στον Αριστοφάνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ τού ρ. τάνυμαι* «τεντώνομαι» + πεπλος (< πέπλος), πρβλ. ἑλκεσί… … Dictionary of Greek
ερνεσίπεπλος — ἐρνεσίπεπλος, ον (Α) (επίθ. τού Διονύσου) αυτός που περιβάλλεται με έρνη, (= νεαρά βλαστήματα). [ΕΤΥΜΟΛ. < έρνεσι μορφή με την οποία απαντά ο τ. έρνος ως α’ συνθετικό (κατά τα ελκεσι πεπλος, τερψιμ βροτος) + πέπλον] … Dictionary of Greek