πελώριος

πελώριος

πελώριος, = πέλωρος, ungeheuer, ungeheuergroß, riesenhaft, gew. mit dem Nebenbegriffe des Furchtbaren; bei Hom. von Göttern u. Menschen; Ἀΐδης, Ἄρης, Il. 5, 395. 7, 208; Aias, 3, 229; Hektor, 11, 810; Achilleus, 21, 527, u. A.; aber auch von leblosen Dingen, ἔγχος, Il. 5, 594. 8, 124, λᾶας, Od. 11, 594, τεύχεα, Il. 10, 439, κύματα, Od. 3, 290; auch 2 Endg., πελώριον ἅρπην, Hes. Th. 179; ἀνήρ, Pind. Ol. 7, 15; κλέος, Ol. 11, 22; ἔργον, P. 6, 41; τὰ πρὶν δὲ πελώρια νῦν ἀϊστοῖ, Aesch. Prom. 151, das früher Gewaltige, was sonst gültig war; γᾶς πελώριον τέρας, Eur. I. T. 1248, von dem Drachen Python; πελώριον πρᾶγμα, Ar. Av. 321; sp. D., πελωρίη πεύκη Ap. Rh. 4, 1682, ἅζετο δ' οὔτε Ζῆνα πελώριον, den großen, gewaltigen Zeus, Qu. Sm. 11, 273; dah. τὰ πελώρια, sc. ἱερά, das dem Zeus gefeierte große Erntefest in Thessalien, Ath. XIV, 639 e ff.; selten in Prosa, γίγαντες, Plut. de Alex. tort. 2, 10, πελωρίοις καὶ ἀγριωτάτοις ζῴοις Ath. III, 84 f. – Adv., Orac. Sib.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πελώριος — the mighty things masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πελώριος — ια, ιο / πελώριος και τελώριος, ον, ΝΑ 1. (για έμψυχα) αυτός που έχει μέγεθος πελώρου, τεράστιος, μεγαλόσωμος, υπερμεγέθης, θεόρατος, φοβερός 2. (για άψυχα και αφηρ.) κολοσσιαίος, γιγάντιος, μεγαλειώδης (α. «πελώριο οικοδόμημα» β. «πελώριον… …   Dictionary of Greek

  • πελώριος — α, ο (από το πέλωρ = τέρας ), ο πολύ μεγάλος, ο τεράστιος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πελώριον — πελώριος the mighty things masc/fem acc sg πελώριος the mighty things neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γιγαντένιος, -ια, -ιο — πελώριος: Έχει γιγαντένια δύναμη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πελωρίοις — πελώριος the mighty things masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πελωρίου — πελώριος the mighty things masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πελωρίους — πελώριος the mighty things masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πελωρίῳ — πελώριος the mighty things masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πελώρια — πελώριος the mighty things neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πελώριε — πελώριος the mighty things masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”